-
1 претензия
претензия ж η απαίτηση, η αξίωση· предъявлять \претензияи εγείρω αξιώσεις* * *жη απαίτηση, η αξίωσηпредъявля́ть прете́нзии — εγείρω αξιώσεις
-
2 притязать
ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•
притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).
|| επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις. -
3 претензия
претензи||яж в разн. знач. ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ ἀπαίτηση [-ις]:человек с \претензияями ἄνθρωπος μέ ἀξιώσεις· без \претензияй χωρίς αξιώσεις· предъявлять \претензияи ἐγείρω ἀπαιτήσεις· быть в \претензияи на кого́-л. ἔχω παράπονα κατά κάποιου. -
4 претензия
-и θ.αξίωση, απαίτηση, διεκδίκηση• αντιποίηση•предъявить -ю προβάλλω (εγείρω) αξίωση•
человек с -ями άνθρωπος με αξιώσεις.
εκφρ.быть в -и на кого – είμαι δυσαρεστημένος από κάποιον.
См. также в других словарях:
εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά … Dictionary of Greek
αντιποιώ — ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ 2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος ε) έχω κάποιον τόπο… … Dictionary of Greek
απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που … Dictionary of Greek
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek
παρεπισπώμαι — άομαι, Α 1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, επισύρω, εφέλκω 2. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπισπῶ «σέρνω προς το μέρος μου»] … Dictionary of Greek
ρεβάνς — η, Ν 1. ανταπόδοση 2. αντεκδίκηση 3. δεύτερη συνάντηση μεταξύ δύο ομάδων στα πλαίσια αθλητικής διοργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanche «ανταπόδοση, αντεκδίκηση» (< re + λατ. vindico «ζητώ, εγείρω αξιώσεις»)] … Dictionary of Greek
παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… … Dictionary of Greek